- παρεισκομίζω
- Αεισκομίζω, φέρνω μέσα κρυφά.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + εἰσκομίζω «φέρνω μέσα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεισκομίζει — παρεισκομίζω bring in pres ind mp 2nd sg παρεισκομίζω bring in pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισκομισθήσοιτο — παρεισκομίζω bring in fut opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek